- ἄστριον
- ἄστριον, τό, Dim. of ἀστήρ, anA architectural ornament, IG4.1495.61.II = ἀστερίτης λίθος, Plin.HN37.132, Isid.Etym.16.13.7.III = κορωνόπους, Ps.-Dsc.2.130 (nisi leg. ἀστέριον).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αστρίον — ἀστρίον, το (Μ) το μικρό άστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του άστρον] … Dictionary of Greek
ἄστριον — architectural ornament neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρίοις — ἄστριον architectural ornament neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρίου — ἄστριον architectural ornament neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρίων — ἄστριον architectural ornament neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστρια — ἄστριον architectural ornament neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek
ἄστρι' — ἄστρια , ἄστριον architectural ornament neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)